17 Νοεμβρίου, 2021

Γιατί δεν αυξάνει ο αριθμός διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (πατεντών);

Του Δρ. Δημήτρη Κουζέλη

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση του Ελληνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, η οποία αναπαράχθηκε ευρέως στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) στην Ελλάδα αυξάνουν σταθερά τα τελευταία χρόνια. Από 1,4 δισ. ευρώ το 2011, η δαπάνη ανήλθε στα 2,5 δισ. το 2020, δηλαδή γνώρισε μια αύξηση της τάξης του 80%, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και μνημονίων. Οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά 45% από τον ιδιωτικό τομέα, κατά 30% από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και κατά 25% από ερευνητικά κέντρα. Αν και σε απόλυτα μεγέθη είμαστε χαμηλότερα από όλες τις χώρες της ευρωζώνης, η δαπάνη αυτή ως ποσοστό του ΑΕΠ μας φέρνει σε καλύτερη θέση από όλες τις μεσογειακές χώρες, με τις οποίες έχουμε συνήθως συγκρινόμαστε.

Από πρώτη ανάγνωση είναι μια πολύ θετική εξέλιξη.

Κάποιος όμως θα ανέμενε ότι εφόσον επενδύουμε σημαντικά ποσά σε Ε&Α, θα έπρεπε να βλέπουμε αντίστοιχη αύξηση στον αριθμό των αιτήσεων για πατέντες που κατατίθενται, ώστε το προϊόν της εργαστηριακής έρευνας να αποκτήσει αποκλειστικά δικαιώματα έναντι του ανταγωνισμού, να δημιουργήσει τις συνθήκες για παραγωγή τεχνολογικά εξελιγμένων προϊόντων, να προσθέσει υπεραξία, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και ευημερία.

Δυστυχώς παρατηρούμε στα στατιστικά στοιχεία που εκδίδονται από το WIPO, ότι στην ίδια περίοδο o συνολικός αριθμός αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας παραμένει σταθερά στο πολύ χαμηλό επίπεδο των 1.150 αιτήσεων ανά έτος. Χαρακτηρίζουμε το επίπεδο αυτό ως “πολύ χαμηλό”, διότι η Πορτογαλία καταθέτει διπλάσιες αιτήσεις, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός της Ολλανδίας, χώρας με συγκρίσιμο πληθυσμό, στα μεγέθη της οποίας θα θέλαμε να συγκλίνουμε, είναι 36 χιλιάδες, ήτοι 30 φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο  της Ελλάδας.

Ας προσπαθήσουμε να απαριθμήσουμε κάποιους λόγους για τους οποίους, ενώ γίνεται μεγάλη οικονομική επένδυση, ο αριθμός των αιτήσεων δεν αυξάνει.

Ίσως ο σοβαρότερος λόγος είναι η έλλειψη κουλτούρας κατοχύρωσης της Διανοητικής Ιδιοκτησίας από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι ενδιαφέρονται να δημοσιεύσουν τα ευρήματά τους, διότι η δημοσίευση τους ανοίγει ευκαιρίες καριέρας και τους προσδίδει διεθνές κύρος, σε αντίθεση με την πατέντα, η οποία κανονικά τους οδηγεί προς συμφωνίες με τη βιομηχανία, τη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων και τον ιδιωτικό τομέα. Οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι παραβλέπουν ότι μπορούν να κάνουν και τα δύο, φτάνει να τα κάνουν με τη σωστή σειρά, πρώτα να καταθέσουν και στη συνέχεια να δημοσιεύσουν.

Γενικότερα, η Διανοητική Ιδιοκτησία δεν διδάσκεται στα Ελληνικά Πολυτεχνεία και Πανεπιστήμια, με εξαίρεση τη Νομική. Επομένως, αν ο νέος μηχανικός, φυσικός, βιολόγος δεν έχει διδαχθεί ποτέ αυτό το θέμα και οι καθηγητές του δεν τον παρακινούν, χρειάζεται πολύς κόπος για να βρει τον δρόμο προς την πατέντα.

Ένας άλλος λόγος είναι ότι η έρευνα στην Ελλάδα ίσως να κατευθύνεται περισσότερο προς τους τομείς της θεμελιώδους έρευνας και όχι τόσο της εφαρμοσμένης, δηλαδή της έρευνας η οποία παρακολουθεί τις ανάγκες της κοινωνίας, της οικονομίας και της βιομηχανίας.  

Ένας τρίτος λόγος είναι η παντελής έλλειψη εξειδικευμένων, πιστοποιημένων συμβούλων (patent attorneys). Στην Ελλάδα ασκούν επάγγελμα μόνο πέντε σύμβουλοι, εκ των οποίων μόνο τρεις είμαστε πάροχοι υπηρεσιών. Χωρίς πιστοποιημένους συμβούλους δεν μπορεί να δημιουργηθεί, από τους παραδοσιακούς δικηγόρους και μόνο, πλήρες οικοσύστημα καινοτομίας. Λόγω αυτής της έλλειψης, παρατηρούμε ότι ενώ ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων παραμένει καθηλωμένος, ο αριθμός των διεθνών αιτήσεων που συντάσσονται από ξένους συμβούλους για Έλληνες καταθέτες έχει διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Αυτό βέβαια έχει μεγάλο οικονομικό κόστος, διότι οι αμοιβές των ευρωπαίων συμβούλων  είναι ιδιαίτερα υψηλές.

Η θετικότερη είδηση φαίνεται να είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας υπερδιπλασίασε τις επενδύσεις του σε Έρευνα και Ανάπτυξη. Η βιομηχανία όμως, ακόμα και η φαρμακευτική, καταθέτει ελάχιστες πατέντες: μόνο τρεις ελληνικές εταιρείες καταθέτουν πάνω από δύο διεθνείς αιτήσεις το χρόνο, οι BIC, Pharmathen και Pharos, ενώ στην Ολλανδία, δέκα εταιρείες καταθέτουν πάνω από 30 διεθνείς αιτήσεις το χρόνο η κάθε μια. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική βιομηχανία δεν θεωρεί ακόμα τη Διανοητική Ιδιοκτησία και ιδιαίτερα την πατέντα, ως ένα εργαλείο παραγωγής υπεραξίας. 

Γεννάται, όμως, έτσι από τα παραπάνω ένα εύλογο  ερώτημα: πώς είναι δυνατόν η βιομηχανία να επενδύει δισεκατομμύρια σε Έρευνα και να μην διασφαλίζει τα αποτελέσματά της; Μήπως αυτά τα χρήματα δεν επενδύονται πραγματικά στην Ε&Α; Μήπως η έκπτωση δαπανών που προέβλεπε ο Ν4132/13 να είναι 30% και έγινε 100% με το Ν4712/20 είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Καθώς, δηλαδή, ο νόμος είναι φορολογικά ευνοϊκός ως προς τις επενδύσεις σε Ε&Α, μια εταιρεία μπορεί να ονομάζει τις επενδύσεις της σε παραγωγικές μονάδες ως “κόστη Ε&Α” και να επωφελείται του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος, χωρίς όμως να κάνει στην ουσία έρευνα.

Το κράτος, τουτέστιν  ο Έλληνας φορολογούμενος επενδύει, είτε με τη μορφή επιδοτήσεων προς τα εκπαιδευτικά και τα ερευνητικά ιδρύματα, είτε με τη μορφή φορολογικών εκπτώσεων προς τη βιομηχανία. Όμως, τα μετρήσιμα προϊόντα που παράγονται είναι ελάχιστα. 

Οι αριθμοί ευημερούν, αλλά ακόμα δεν παράγεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. 

* Ο Δρ. Δημήτρης Κουζέλης είναι European Patent Attorney, Πρόεδρος της Επιτροπής Διανοητικής Ιδιοκτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICCHellas), μέλος του ΤΕΣ Καινοτομία και Διανοητική Ιδιοκτησία, Διευθύνων Σύμβουλος της  https://intel-lex.eu

Διαβάστε το άρθρο στο Capital.gr μαζί με τα σχόλια των αναγνωστών