Του δρ. Δημήτρη Κουζέλη
Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται ευρέως στην αγγλική γλώσσα, για να περιγράψει ένα ογκώδες πρόβλημα που είναι δίπλα μας, είναι εμφανέστατο αλλά παρόλο που αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει, επιλέγουμε να τo αγνοήσουμε και να μην τo αντιμετωπίσουμε.
Πρόκειται για την Έρευνα και Ανάπτυξη (Research & Development, R&D ή Ε&Α) στην ελληνική βιομηχανία. Πρόσφατα το Παγκόσμιο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας (WIPO) δημοσίευσε τη δραστηριότητα των κρατών-μελών του και ιδιαίτερα τον αριθμό των διεθνών αιτήσεων για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, τη λεγόμενη διαδικασία PCT. Σε χώρες όπως η Ολλανδία και η Σουηδία, οι πρωταγωνιστές της βιομηχανίας τους (Ericsson, Philips, ASML, Signify, DSM, Volvo…) καταθέτουν εκατοντάδες αιτήσεις για πατέντες και βιομηχανικά σχέδια η κάθε μια, κάθε χρόνο. Με τη στρατηγική αυτή, οι εταιρείες δημιουργούν ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο τους επιτρέπει να προηγούνται τεχνολογικά και σχεδιαστικά του ανταγωνισμού, να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους, διότι αυτά είναι μοναδικά και επομένως να αυξάνουν την κερδοφορία τους. Η κερδοφορία επενδύεται εκ νέου σε R&D και ο ενάρετος κύκλος συνεχίζει για δεκαετίες: η Philips δημιουργήθηκε το 1891, η DSM το 1901, η Volvo το 1927 και έκτοτε ποτέ δεν σταμάτησαν να καινοτομούν. Και νεότερες όμως εταιρείες, όπως η ASML, πρώην θυγατρική της Philips, ακολουθούν την ίδια στρατηγική: με 15.000 ενεργές πατέντες, η ASML ξεπέρασε ήδη σε κύκλο εργασιών και σε χρηματιστηριακή αξία την μητρική της. Πολλές πατέντες των εταιρειών, είναι το αποτέλεσμα έρευνας που ανατέθηκε από τη βιομηχανία σε ερευνητικά ιδρύματα, επέστρεψε στη βιομηχανία και κατατέθηκε από αυτή αίτηση για πατέντα.
Ποια είναι η δραστηριότητα των Ελληνικών εταιρειών στον αντίστοιχο πίνακα;
Καμία από τις 25 εταιρείες του δείκτη FTSE των μεγαλύτερων ελληνικών εισηγμένων στο χρηματιστήριο δεν βρίσκεται ανάμεσα στους 10 πρώτους Έλληνες καταθέτες. Πρώτη σε αριθμό αιτήσεων για πατέντα εμφανίζεται η BIC Violex, η ελληνική θυγατρική μιας γαλλικής εταιρείας, με 11 αιτήσεις το 2021 (η Philips είχε 800). Δεύτερη η Pharmathen με 3 αιτήσεις και ακολουθούν άλλες, όπως η ΕΛΒΑΛ ΧΑΛΚΟΡ με 1 αίτηση η κάθε μια. Σε αντίστοιχες θέσεις, οι ολλανδικές και σουηδικές εταιρείες καταθέτουν άνω των 200 αιτήσεων PCT κάθε χρόνο.
Γιατί όμως η ελληνική βιομηχανία δεν καταθέτει πατέντες; Η απάντηση χρήζει ξεχωριστής μελέτης που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια και τους στόχους αυτού του άρθρου.
Εν τούτοις, μια πρώτη εξήγηση είναι η έλλειψη γνώσης και ενημέρωσης: ο πολυμήχανος Οδυσσέας συνεχίζει να εφευρίσκει λύσεις σε τεχνικά προβλήματα, δεν ξέρει όμως τί είναι η πατέντα, τι προστασία δίνουν οι αξιώσεις, πότε καταθέτουμε PCT, ποιος είναι ο ρόλος του patent attorney, κλπ.
Μια δεύτερη εξήγηση είναι ότι τα ερευνητικά ιδρύματα, ιδιαίτερα τα πανεπιστήμια, δεν συνεργάζονται με τη βιομηχανία. Η μεγάλη πλειοψηφία των ερευνητών προτιμούν να αφιερώνονται σε θεμελιώδη έρευνα, η οποία δεν καταλήγει άμεσα σε βιομηχανικές εφαρμογές, επομένως δεν ενδιαφέρει τη βιομηχανία. Στη συνέχεια, δημοσιεύουν τα αποτελέσματα και με αυτόν τον τρόπο χάνουν κάθε δυνατότητα κατοχύρωσης της καινοτομίας τους μέσω διπλώματος ευρεσιτεχνίας (πατέντας). Επίσης, τα βιομηχανικά διδακτορικά (διδακτορικά τα οποία χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία, σε θέματα που ενδιαφέρουν τη βιομηχανία) δεν έχουν προχωρήσει και η πρακτική εξάσκηση φοιτητών στη βιομηχανία είναι ανύπαρκτη.
Μια άλλη εξήγηση είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης: “ό,τι και να κάνω, ο Ασιάτης θα με αντιγράψει”. Και η θέση αυτή όμως, αντανακλά ένα έλλειμμα ενημέρωσης. Αγνοούν ότι όχι μόνο οι βιομηχανικοί κολοσσοί, αλλά και οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) ή ακόμα και ιδιώτες καταθέτες, έχοντας στα χέρια τους έναν ισχυρό τίτλο, κάνουν συμμαχίες, βρίσκουν χρηματοδοτικά εργαλεία, διεκδικούν τα δικαιώματά τους και τελικά δικαιώνονται, ακόμα και στη μακρινή Κίνα, η οποία έχει το πληρέστερο σύστημα απονομής δικαιοσύνης σε θέματα ευρεσιτεχνίας στον κόσμο.
Η τέταρτη εξήγηση είναι η διάρθρωση και το μέγεθος της ελληνικής βιομηχανίας.
Η φαρμακοβιομηχανία, κυρίως λόγω μεγέθους, έχει επικεντρωθεί στην παραγωγή γενοσήμων και μόνο (γενόσημα είναι τα φαρμακευτικά προϊόντα των οποίων έχει λήξει η πατέντα), ενώ γνωρίζει ότι στο φάρμακο τα ισχυρά κέρδη έρχονται από τα αυθεντικά, πατενταρισμένα προϊόντα. Οι τεχνικές εταιρείες, οι εταιρείες ενέργειας, οι πετρελαϊκές, ακόμα και οι ναυτιλιακές, ίσως έχουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι στον τομέα τους δεν υπάρχει τεχνολογική εξέλιξη, επομένως δεν χρειάζεται να επενδύσουν σε R&D. Ταυτόχρονα, συνεχίζουν να αγοράζουν τεχνολογία από το εξωτερικό.
Τελικά, ποιοι καταθέτουν αιτήσεις για πατέντα στην Ελλάδα;
Θα πρέπει κατ’ αρχήν να τονίσουμε ότι η δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Αν συγκρίνουμε τις καταθέσεις PCT ανά εκατομμύριο κατοίκων, η Ελλάδα βρίσκεται στο 5% (στο 1/20) της Ολλανδίας και της Σουηδίας, εταίρων μας στην ΕΕ. Η εξήγηση στη μεγάλη αυτή ανισότητα ίσως να βρίσκεται στην παντελή απουσία της ελληνικής βιομηχανίας από τη δραστηριότητα αυτή, η οποία με τη σειρά της είναι πιθανό να οφείλεται στην άρνηση των ερευνητικών κέντρων να συνεργαστούν με τη βιομηχανία.
Καθώς δεν υπάρχει κάποιος φορέας στην Ελλάδα, ο οποίος να συλλέγει και να δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία επί του θέματος, τα ακόλουθα συμπεράσματα βασίζονται μόνο σε εμπειρικές μετρήσεις και στην επαγγελματική εμπειρία του υπογράφοντος και συναδέλφων.
Σύμφωνα επομένως με τη δική μας παρατήρηση, τα δημόσια ερευνητικά κέντρα (Δημόκριτος, ΕΜΠ, ΕΚΠΑ, ΑΠΘ κλπ.) είναι οι πρώτοι καταθέτες, ακολουθούμενοι από πολύ μικρές επιχειρήσεις, startups και ιδιώτες. Το πρόβλημα των καταθετών αυτών είναι οικονομικό: αν και τα δύο πρώτα έτη απαιτούν κεφάλαια της τάξης των 10.000 ευρώ, περίπου 2,5 έτη μετά από την 1η κατάθεση, οι ανάγκες για επέκταση της προστασίας σε πολλές χώρες είναι τέτοιες, που αν ο καταθέτης δεν έχει στο μεταξύ πείσει κάποιον επενδυτή, ότι η αίτηση θα αποφέρει πολλαπλάσια οφέλη, υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την αίτηση και να χάσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της καινοτομίας του για πάντα.
Το ελληνικό δημόσιο χρηματοδοτεί τους δημόσιους φορείς στα πρώτα βήματα της κατάθεσης της αίτησης. Θα ήταν όμως παράλογο να απαιτείται το δημόσιο να συνεχίζει να χρηματοδοτεί με πόρους του φορολογούμενου εσαεί κάθε αίτηση μετά τον 2ο χρόνο. Ο ρόλος αυτός ανήκει στη βιομηχανία, στα Venture Capitals και στους Angel investors, δηλαδή στην αγορά: η αγορά αποτιμά την αναμενόμενη αξία μιας καινοτομίας, παίρνει το ρίσκο και επενδύει ή όχι σε μια καινοτομία, σε μια ερευνητική ομάδα.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η ελληνική πολιτεία έκανε πολλές προσπάθειες αφενός για την εκκίνηση της Έρευνας και Ανάπτυξης στη βιομηχανία μέσω φορολογικών κινήτρων, αλλά και για την προώθηση της διαδικασίας ίδρυσης τεχνοβλαστών (spin-offs), μέσω εκσυγχρονισμού του νομικού πλαισίου, της δημιουργίας του Elevate Greece και τέλος για τη μεταφορά τεχνολογίας από τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα στην αγορά, υποστηρίζοντας με χρηματοδότηση τη δημιουργία Γραφείων Μεταφοράς Τεχνολογίας (ΓΜΤ ή TTOs) σε όλα τα Ακαδημαϊκά και Ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας.
Ενώ οι τρεις τελευταίες προσπάθειες στέφονται με αρκετή επιτυχία, και βλέπουμε οι νεοφυείς επιχειρήσεις να αποκτούν σημαντικό χώρο στο επιχειρείν, η πρώτη προσπάθεια, δηλαδή η επένδυση της βιομηχανίας μας σε R&D φαίνεται να αποτυγχάνει. Ο ελέφαντας όχι μόνο συνεχίζει να είναι στο δωμάτιο, αλλά προφανώς είναι πολύ μεγαλύτερος: η βιομηχανία δεν επενδύει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά διότι δεν ξέρει πώς να το κάνει και διότι το πανεπιστήμιο δεν ενδιαφέρεται για την αγορά.
* O Δρ. Δημήτρης Κουζέλης είναι European Patent Attorney, πρώην Διευθυντής στο European Patent Office, συνιδρυτής της Intellex, εκπρόσωπος του ΣΕΒ στην Business Europe, μέλος του ΤΕΣ Καινοτομία και Διανοητική Ιδιοκτησία, Πρόεδρος της Επιτροπής Διανοητικής Ιδιοκτησίας του ICC-Hellas.